θυήεις — smoking with incense masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυῆεν — θυήεις smoking with incense masc voc sg θυήεις smoking with incense neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυήεντας — θυήεις smoking with incense masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυήεντ' — θυήεντα , θυήεις smoking with incense neut nom/voc/acc pl θυήεντα , θυήεις smoking with incense masc acc sg θυήεντι , θυήεις smoking with incense masc/neut dat sg θυήεντε , θυήεις smoking with incense masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek
θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
θυηέντων — θυάω rut pres part act masc/neut gen pl θυήεις smoking with incense masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
dheu-4, dheu̯ǝ- (dhu̯ē-, extended dhuē̯ -k-, dhuē̯ -̆ s-) — dheu 4, dheu̯ǝ (dhu̯ē , extended dhuē̯ k , dhuē̯ ̆ s ) English meaning: to reel, dissipate, blow, *smoke, dark, gray, deep etc. Deutsche Übersetzung: ‘stieben, wirbeln, especially von Staub, Rauch, Dampf; wehen, blow, Hauch, Atem;… … Proto-Indo-European etymological dictionary